- υπερπαγες
- ὑπερπαγέςὑπερ-πᾰγέςτό чрезвычайный холод, стужа Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπερπαγές — ὑπερπαγής very frosty masc/fem voc sg ὑπερπαγής very frosty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερπαγής — ές, Α 1. ο υπέρμετρα ψυχρός, παγερός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερπαγές υπερβολικό ψύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παγής (< θ. παγ τού πηγνύω/πήγνυμι), πρβλ. συμ παγής] … Dictionary of Greek